ἀντλητήρ

ἀντλητήρ
ἀντλ-ητήρ, ῆρος, ,
A one who drawswater, Poll.10.31;

ληνῶν Man.4.257

.
2 = κάδος ναυτικός, Hsch.
II ladle, Ath.10.424a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντλητήρ — one who drawswater masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντλητῆρας — ἀντλητήρ one who drawswater masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντλητῆρες — ἀντλητήρ one who drawswater masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντλητῆρος — ἀντλητήρ one who drawswater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντλητήρων — ἀντλητήρ one who drawswater masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντλητήρας — ο (Α ἀντλητήρ) νεοελλ. αντλητική μηχανή αρχ. δοχείο, κάδος για λήψη νερού …   Dictionary of Greek

  • παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • σκάφαλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω* + κατάλ. αλος, κατά το πάσσ αλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”